λεσχη

λεσχη
    λέσχη
    дор. λέσχα ἥ
    1) заезжий дом, постоялый двор Hom., Hes.
    2) лесха, место совещаний, помещение для собраний (в Спарте, Дельфах и др.) Plut., Luc.
    3) собрание, совещание
    

(γερόντων Soph.)

    4) разговор, беседа
    

(ἀπικέσθαι ἐς λέσχην περί τινος Her.)

    γενομένης λέσχης … Her. — когда речь (за)шла …;
    λόγον εἴ τινα ἴσχεις πρὸς ἐμὰν λέσχαν Soph. — если ты имеешь что-л. сообщить мне;
    ἐν λέσχῃ Anth. — в беседе, беседуя


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λεσχη" в других словарях:

  • Λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσχῃ — Λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχῃ — λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — η 1. χώρος συγκέντρωσης ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, το εντευκτήριο: Η ταινία θα προβληθεί στην κινηματογραφική λέσχη. 2. χαρτοπαιχτικό κέντρο: Κάθε βράδυ χάνει χρήματα στη λέσχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους …   Dictionary of Greek

  • Λέσχαι — Λέσχη couch fem nom/voc pl Λέσχᾱͅ , Λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχαι — λέσχη couch fem nom/voc pl λέσχᾱͅ , λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛЕСХА —    • Λέσχη,          (может быть, от λέγειν, беседа). Л. в Спарте были местом собраний членов отдельных общин частью для беседы, частью для исполнения некоторых обязанностей, так, напр., старейшины Л. должны были решать, следовало ли воспитывать… …   Реальный словарь классических древностей

  • Λεσχέων — Λέσχη couch fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»